- λαμπηρός
- λαμπηρός, kahmig, schaumig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπηρός — λαμπηρός, ά, όν (Α) [λάμπη (ΙΙ)] καλυμμένος από αφρό κρασιού ή ξιδιού … Dictionary of Greek
λαμπηρά — λαμπηρός covered with scum neut nom/voc/acc pl λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc/acc dual λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek